-
1 παραγωγικότητα
[-ης (-ητος)] η1) производительность;η παραγωγικότητα της εργασίας ( — или δουλιας) — производительность труда;
2) плодородие (земли); продуктивность, эффективность (хозяйства и т. п.) -
2 εργασία
η1) работа, дело; занятие, деятельность;χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;
έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;
οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила
свою деятельность;2) служба, работа;μισθωτή εργασία — работа по найму;
πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;
ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;
3) работа, профессия;ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;
σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;
παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;
έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;
παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;
5) работа, произведение;χειροποίητη εργασία — ручная работа;
καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;
πτυχιακή εργασία — дипломная работа;
6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;
7) πλ. работа; деятельность;οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;
οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;
κύκλος εργασίών — цикл работ
-
3 ανεβάζω
(αόρ. ανέβασα) 1. μετ.1) поднимать; 2) вносить, грузить (вещи в вагон); 3) прям., перен. поднимать, повышать;ανεβάζω την φωνή — повышать голос;
ανεβάζω τό ψωμί — или ανεβάζ την τιμή τού ψωμιού — поднимать цены на хлеб;
ανεβάζω τα ημερομίσθια.(τό βιωτικό επίπεδο) — повышать заработную плату (жизненный уровень);
ανεβάζω την παραγωγικότητα της δουλείας — повышать производительность труда;
ανεβάζω τό ηθικό — поднимать дух;
4) выдвигать, повышать (в должности и т, п.);5) театр, ставить;ανεβάζω έργο — ставить пьесу;
2. αμετ. запыхаться, задыхаться;1) — быть поднятым (вверх); — быть перевезённым (вверх);ανεβάζομαι
2) ставиться (о пьесе) -
4 ανεβαίνω
(αόρ. ανέβηκα и ανέβην) 1. μετ. подниматься, всходить;ανεβαίνω την κλίμακα ( — или τη σκάλα) — подниматься по лестнице;
ανεβαίνω τον ανήφορο — подниматься κέ — гору;
2, αμετ.1) влезать, взбираться;ανεβαίνω στα δένδρο — влезать на дерево;
2) садиться (на лошадь, в поезд и т. п.);ανεβαίνω στο βαπόρι — садиться на пароход;
3) перен. подниматься, расти;ανεβαίνουν τα ΰδατα τού πόταμου — вода в реке поднимается;
ανεβαίνει το θερμόμετρο — ртуть в термометре поднимается;
ανεβαίνει
ο πυρετός — поднимается температура;ανεβαίνει η παραγωγικότητα της δουλιάς — производительность труда растёт;
4) перен. дорожать (о товарах), расти, повышаться;ανεβαίνουν οι τιμές — цены растут;
ανεβαίνει ο καφές — кофе дорожает;
5) перен. продвигаться, иметь успех;αυτός θ ανέβει πολύ ψηλά он далеко пойдёт; 6) подходить (о тесте); § μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι кровь бросилась мне в голову
См. также в других словарях:
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — η η δυνατότητα παραγωγής, η γονιμότητα, το μέγεθος της απόδοσης: Με τα νέα αρδευτικά έργα αυξήθηκε η παραγωγικότητα των χωραφιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek